Αγαπητέ αδελφέ/αγαπητή αδελφή,
Ο Αμπού Τάλιμπ, θείος του Προφήτη Μωάμεθ (ειρήνη ας είναι επ’ αυτόν) και πατέρας του Αλή, γεννήθηκε το 535 μ.Χ. Ήταν γιος του Αμπντούλ Μουτταλίμπ και της Φατίμα μπιντ Αμρ μπιν Αίζ ελ-Μαχζουμίγια. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αμπντούλ Μενάφ, αλλά έγινε γνωστός με το προσωνύμιο “Αμπού Τάλιμπ”, που σημαίνει “πατέρας του Τάλιμπ”, από το όνομα του γιου του Τάλιμπ. Η πλήρης ονομασία του είναι Αμπού Τάλιμπ Αμπντούλ Μενάφ μπιν Αμπντούλ Μουτταλίμπ μπιν Χασίμ ελ-Κουρεϊσί ελ-Χασίμι.
Όπως είναι γνωστό, ο Προφήτης (ειρήνη ας είναι επ’ αυτόν) ανατράφηκε από τον παππού του, αφού πρώτα πέθανε ο πατέρας του και έπειτα η μητέρα του. Ο Αμπντούλ Μουτταλίμπ, αισθανόμενος την ασθένειά του και την επικείμενη αποβίωσή του, κάλεσε τους γιους του και τον Άγιο Μωάμεθ (ειρήνη ας είναι επ’ αυτόν) για να ορίσει ποιος θα φρόντιζε τον ευλογημένο εγγονό του μετά τον θάνατό του.
“Μετά το θάνατό μου, υπό την προστασία ποιου θείου θέλεις να μείνεις;”
Στην ερώτηση, ο Προφήτης Μωάμεθ αγκάλιασε τον θείο του Αμπού Ταλίμπ και εξέφρασε την επιθυμία να μείνει μαζί του. Αυτή η επιλογή άρεσε στον Αμπντούλ Μουτταλίμπ, ο οποίος έκανε την εξής διαθήκη στον γιο του:
“Σε εμπιστεύομαι με αυτόν. Είναι μια θεία παρακαταθήκη. Δώσε μου ρητή υπόσχεση ότι θα τον προστατεύσεις πάση θυσία, ακόμα και με τίμημα τη ζωή σου, για να είμαι ήσυχος και να μην ανησυχώ.”
Τότε ο Αμπού Τάλιμπ είπε:
“Μην ανησυχείς καθόλου, πατερούλη. Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα τον προτιμήσω από τα δικά μου παιδιά, ακόμα και από τη δική μου ζωή. Σου υπόσχομαι ότι όσο ζω, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να του κάνει κακό.”
απάντησε και παρέμεινε πιστός σε αυτή την υπόσχεση σε όλη του τη ζωή.
(βλ. Σαλήχ Σουρούτς, Η Ζωή του Προφήτη μας, Κυρίου του Σύμπαντος, Ι/102-103).
Ο Αμπού Ταλίμπ, ο οποίος είχε υπό την προστασία του τον Κύριο του Σύμπαντος (ασμ), ήταν εξαιρετικά φτωχός και είχε πολυμελή οικογένεια. Ως εκ τούτου, αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Επειδή ήταν γνωστός για την ευσπλαχνία και την ακεραιότητά του, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν πολύ οι Κουρεϊσίτες. Λόγω των ανώτερων αρετών και της αξιόλογης προσωπικότητάς του, ανήκε στους προύχοντες της περιοχής. Ωστόσο, μέχρι τότε, κανείς φτωχός δεν είχε γίνει αποδεκτός και σεβαστός ως ηγέτης, και κανείς τέτοιος δεν είχε αναλάβει την ηγεσία της φυλής του. Ο Αμπού Ταλίμπ ήταν μια εξαίρεση.
Ο Αμπού Τάλιμπ έδειχνε μεγάλη στοργή στον Προφήτη (ειρήνη ας είναι μαζί του), τον έπαιρνε μαζί του παντού, συζητούσε μαζί του σαν φίλος και έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ανατροφή του. Παρόμοια ατμόσφαιρα επικρατούσε και στο σπίτι του. Δεν στρωνόταν τραπέζι χωρίς αυτόν, και όταν ο Προφήτης (ειρήνη ας είναι μαζί του) απουσίαζε, ο Αμπού Τάλιμπ…
“Πού είναι ο Μωάμεθ; Φωνάξτε τον να έρθει.”
Με αυτόν τον τρόπο, εξέφραζε αμέσως την ευαισθησία του. Ο Προφήτης (ειρήνη σ’ αυτόν) έδειχνε την ίδια αγάπη και σεβασμό, και δεν έτρωγε πριν καθίσουν οι μεγαλύτεροι στο τραπέζι και αρχίσουν να τρώνε. Κάθε τραπέζι στο οποίο βρισκόταν ευλογούνταν και όλοι έφευγαν χορτασμένοι. Όταν απουσίαζε, συνέβαινε το αντίθετο.
Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του Αμπού Ταλίμπ ήταν ότι δεν είχε μολυνθεί από τις αθλιότητες της εποχής της Τζαχιλίγια και δεν είχε ζήσει ποτέ τέτοια ζωή. Ποτέ δεν έπινε αλκοόλ, είχε έναν τρόπο ζωής άξιο της προστασίας του Κυρίου του Σύμπαντος (σ.α.σ.). Στη Μέκκα, είχε την ευθύνη για την φροντίδα της Κάαμπα και την παροχή νερού στους προσκυνητές κατά τη διάρκεια της περιόδου του Χατζ. Ωστόσο, επειδή αυτές οι υπηρεσίες απαιτούσαν σημαντικά έξοδα και οι πόροι του δεν επαρκούσαν, αναγκάστηκε να τις παραδώσει στον αδελφό του, τον Άββας.
Αφού ο Αμπού Ταλίμπ αποφάσισε να ταξιδέψει στη Συρία με το εμπορικό καραβάνι, πήρε μαζί του και τον Προφήτη Μωάμεθ (σ.α.ς.), διατηρώντας τον έτσι κοντά του. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού στη Συρία, κατά την παραμονή τους στη Βούσρα, φιλοξενήθηκαν από τον διάσημο ιερέα Βαχίρα. Ο Βαχίρα, βλέποντας τον Προφήτη (σ.α.ς.), κατάλαβε ότι ήταν ο προφήτης που προαναγγέλθηκε στα ιερά βιβλία και κάλεσε αμέσως τον Αμπού Ταλίμπ, δίνοντάς του τις ακόλουθες συμβουλές:
«Πήγαινε αμέσως τον ανιψιό σου πίσω στην πατρίδα του. Προστάτεψέ τον από τους φθονερούς Εβραίους. Σου λέω, αν οι Εβραίοι δουν το παιδί και καταλάβουν ό,τι κατάλαβα κι εγώ, θα του κάνουν κακό. Γιατί ο ανιψιός σου θα αποκτήσει μεγάλη δόξα και φήμη στο μέλλον. Μην αργείς, πήγαινέ τον αμέσως πίσω.»
(βλ. ανωτ., σελ. 119).
Ακούγοντας αυτή τη συμβουλή, ο Αμπού Ταλίμπ εγκατέλειψε το ταξίδι του στη Δαμασκό και επέστρεψε αμέσως.
Με την ανατολή του ισλαμικού ήλιου και την πρόσκληση των ανθρώπων στο Ισλάμ, ο Χαζράτι Αλί ήταν από τους πρώτους που έτυχαν αυτής της τιμής. Ο Αμπού Ταλίμπ, αφού έμαθε κάποια μέρα ότι ο ανιψιός του και ο γιος του προσεύχονταν μαζί, αν και δήλωσε πίστη στη θρησκεία των προγόνων του, δεν τους ενόχλησε και συνέχισε να υπερασπίζεται τον Προφήτη (σ.α.σ.) μέχρι το τέλος της ζωής του. Παράλληλα με την ανοιχτή πρόσκληση των ανθρώπων στο Ισλάμ, αυξήθηκαν οι πιέσεις και οι διώξεις των ειδωλολατρών. Όταν οι ειδωλολάτρες απέκλεισαν τους μουσουλμάνους από κάθε πλευρά, ο Αμπού Ταλίμπ κάλεσε σε βοήθεια τους γιους των Χαμσίμ και Μουτταλίμπ. Εκτός από τον αδελφό του Αμπού Λεχέμπ, οι υπόλοιποι συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Αμπού Ταλίμπ, και παρά τις δυσκολίες και τις επιπτώσεις του μποϊκοτάζ και των εμπορικών αποκλεισμών, υποστήριξαν τους μουσουλμάνους.
Επειδή οι ειδωλολάτρες δεν μπόρεσαν να βλάψουν τον Προφήτη (σ.α.β.) όσο ήθελαν, χάρη στην προστασία του Αμπού Ταλίμπ, του ζήτησαν να τους τον παραδώσει. Εκείνος όχι μόνο δεν δέχτηκε την πρόταση, αλλά δεν εγκατέλειψε την προστασία του, παρά την απιστία του.
Ο Αμπού Τάλιμπ ήταν πια πολύ γέρος και η αρρώστια του είχε επιδεινωθεί. Ο Προφήτης (ειρήνη ας είναι επ’ αυτού) λυπόταν βαθύτατα για τον θάνατο του αγαπημένου του θείου, ο οποίος τον είχε αγκαλιάσει από μικρό παιδί, τον είχε αναθρέψει με στοργή, τον είχε προστατεύσει και είχε αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο για χάρη του. Από την άλλη πλευρά, έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κάνει μουσουλμάνο και να τον οδηγήσει στην αιώνια ευτυχία. Καθώς η αρρώστια του θείου του επιδεινώθηκε, του ζήτησε ξανά να πει την καλιμά-ι-σέχαδ, ώστε να μπορέσει να μεσολαβήσει γι’ αυτόν στον άλλο κόσμο. Σε αυτή την πρόταση…
Αμπού Ταλίμπ;
«Αγαπημένε ανιψιέ, μα την αλήθεια, αν δεν φοβόμουν πως θα με θεωρούσαν γερο-μωρό, εσένα και τον γιο του πατέρα σου, θα σου έλεγα ό,τι θέλεις και θα σε υπάκουα. Δεν μπορώ όμως να το πω, γιατί οι Κουραΐς θα νομίσουν πως το λέω από φόβο θανάτου.»
απάντησε. Έτσι, δεν του δόθηκε ξανά η ευκαιρία να δώσει την απάντηση που περίμενε ο Προφήτης (ειρήνη σ’ αυτόν). Παρόλο που δεν υπάρχει ομοφωνία, σύμφωνα με την πλειοψηφία των Ισλαμικών λογίων, πέθανε χωρίς να πιστέψει, εκπνέοντας την τελευταία του πνοή.
Σε μια περίοδο που όλοι είχαν γυρίσει την πλάτη στον Προφήτη (ειρήνη ας είναι μαζί του), και οι μουσουλμάνοι υφίσταντο χίλια βάσανα και βασανιστήρια, η υποστήριξη του Αμπού Ταλίμπ είχε βεβαίως τεράστια σημασία. Η επιθυμία όλων των πιστών, πρωτίστως του Προφήτη (ειρήνη ας είναι μαζί του), ήταν ο Αμπού Ταλίμπ να περάσει στην αιώνια ζωή ως μουσουλμάνος. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. Ενώ η μεγαλύτερη αλήθεια και δικαιοσύνη στο σύμπαν είναι η πίστη. Όσοι είδαν ότι ο Μπεντιουζζάμάν δεν ενδιαφερόταν για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
“Υπάρχει κάποια υπόθεση μεγαλύτερη και σημαντικότερη από αυτήν, που να μην σε ενδιαφέρει;”
σε όσους ρωτούσαν, απάντησε ως εξής:
«Κάθε άνθρωπος φέρει το βάρος της αιώνιας ζωής, είτε για να την κερδίσει είτε για να την χάσει. …αν είχε ο Άγγλος, ο Γερμανός, πλούτο και δύναμη, και μυαλό, θα τα θυσίαζε όλα για να κερδίσει αυτή τη δίκη… Αν δεν έχει πιστοποιητικό πίστης, και δεν έχει αποδείξει την πίστη του με στέρεο τρόπο, θα χάσει αυτή τη δίκη. Τι θα μπορούσε να αναπληρώσει αυτή την απώλεια;» (βλ. Σικέ-ι Τασντίκ-ι Γαϊμπί, σ. 168-169)
Η ερώτηση αν ο Αμπού Ταλίμπ πίστεψε ή όχι, τέθηκε και στον Μπεντιουζζάμάν. Η απάντηση που δίνει η Ρισαλέ-ι Νουρ σε αυτό το θέμα, αποτελεί μια πρωτότυπη διαπίστωση, καθώς υποδεικνύει ένα σαφές και πολύ σημαντικό σημείο. Επισημαίνεται ότι η αγάπη που έδειξε ο Αμπού Ταλίμπ στον Προφήτη Μωάμεθ (Α.Σ.) δεν οφειλόταν στην προφητεία του, αλλά σε μια αγάπη για το πρόσωπό του και την ατομικότητά του.
«Ο Αμπού Ταλίμπ αγαπούσε τον Προφήτη Μωάμεθ (ειρήνη ας είναι επ’ αυτού) όχι για την αποστολή του, αλλά για την προσωπικότητά του, την ίδια του την ύπαρξη, με βαθιά και ειλικρινή αγάπη. Αυτή η βαθιά, προσωπική του στοργή και αγάπη, βεβαίως, δεν θα πάει χαμένη. Ναι, ο Αμπού Ταλίμπ, που αγάπησε, προστάτευσε και υποστήριξε τον Αγαπημένο του Θεού με ειλικρίνεια, αν και δεν ασπάστηκε την πίστη, όχι από άρνηση ή πείσμα, αλλά από αίσθημα ντροπής και φυλετικής αφοσίωσης, ακόμα κι αν πάει στην κόλαση, ο Θεός μπορεί να δημιουργήσει γι’ αυτόν ένα είδος ιδιαίτερου παραδείσου μέσα στην κόλαση, ως ανταμοιβή για τις καλές του πράξεις. Όπως δημιουργεί την άνοιξη σε ορισμένα μέρη το χειμώνα και μετατρέπει τη φυλακή σε παλάτι για κάποιους ανθρώπους μέσω του ύπνου, έτσι μπορεί να μετατρέψει την κόλαση σε ένα είδος ιδιαίτερου παραδείσου.» (βλ. Επιστολές, σελ. 375-376).
Αυτή η διαπίστωση αποτελεί ένα υπέροχο παράδειγμα του μεγαλείου της ευσπλαχνίας του Θεού, ο οποίος δεν αφήνει αχάριστες τις καλές πράξεις και τα καλά χαρακτηριστικά που προέρχονται από τους υπηρέτες Του, ακόμη και αν δεν Τον πιστεύουν.
Με χαιρετισμούς και ευχές…
Ισλάμ μέσα από ερωτήσεις