Ένας φίλος μου είπε ότι ο Χαζράτ Οσμάν εξελέγη χαλίφης λόγω του πλούτου και της θέσης του στην κοινωνία, και αναρωτιέται γιατί δεν προτάθηκε η χαλιφία στον Μπιλάλ αλ-Χαμπέσι. Ποια είναι η αλήθεια σε αυτό; Και δεν νομίζω ότι οι Σαχάμπα θα ευνοούσαν κάποιον για τα χρήματα. Ας είναι ευχαριστημένος ο Θεός. Με αγάπη και σεβασμό.
Αγαπητέ αδελφέ/αγαπητή αδελφή,
Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που μιλούν ακατάπαυστα για τους Σαχάμπα, χωρίς όμως να έχουν διαβάσει ούτε μία μόνο βιογραφία Σαχάμπα. Δεν πρέπει να δίνουμε σημασία σε αυτούς τους ανθρώπους. Σκοπός τους είναι μόνο να συκοφαντήσουν τους Σαχάμπα. Προσπαθούν να αποδώσουν τις δικές τους κακές προθέσεις στους Σαχάμπα. Επιτίθενται στους Σαχάμπα, που αξίζουν τον έπαινο του Προφήτη (σ.α.β.) “οι σύντροφοί μου είναι σαν τα αστέρια”, ακόμη και στον Μπιλάλ αλ-Χαμπέσι και τον Οσμάν, χωρίς να τους γνωρίζουν, εξαιτίας των δικών τους κακών προθέσεων.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να γνωρίσουμε τους Σαχάμπα. Αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν επιδιώξει πλούτο, υλικά αγαθά και κύρος, δεν θα είχαν υπομείνει τις διώξεις και τα βασανιστήρια στα πρώτα χρόνια του Ισλάμ, ούτε θα είχαν επιλέξει τη φτώχεια, αλλά θα είχαν ταχθεί με τους πλούσιους και ισχυρούς ειδωλολάτρες. Όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, δεν έχουν κανένα άλλο στήριγμα παρά την άγνοιά τους.
Οι αιτίες των διαφωνιών μεταξύ των Σαχάμπα…
Χαδις-ι Σαρίφ για τον Οσμάν (ρ.α.):
1-Αν είχα κι άλλες κόρες, θα τις έδινα κι αυτές στον Οσμάν.
2-Από αυτόν ντρέπονται οι άγγελοι, εγώ δε θα ντρέπομαι;
3- Ο Οσμάν είναι αδελφός μου στον Παράδεισο.
4-Από σήμερα και στο εξής, δεν θα καταγράφεται καμία αμαρτία εις βάρος του Οσμάν.
5- Εβδομήντα χιλιάδες αμαρτωλοί μουσουλμάνοι που θα έμπαιναν στην κόλαση, με τη μεσολάβηση του Οσμάν, θα μπουν στον Παράδεισο χωρίς ανάκριση.
Ο Άγιος Οσμάν (Ρα)
Ο Οσμάν μπιν Αφφάν μπιν Αμπίλ-Ας μπιν Ουμέγια μπιν Αμπντ-ι Σέμς μπιν Αμπντ-ι Μενάφ ελ-Κουρεσί ελ-Ουμεγί; ο τρίτος από τους Ρασιντ Χαλίφες. Ανήκε στην οικογένεια των Ουμεγιάδων και η γενεαλογία του ενώνεται με εκείνη του Προφήτη Μωάμεθ (σ.α.σ.) στον πέμπτο πρόγονό του, Αμπντ-ι Μενάφ. Γεννήθηκε στη Μέκκα έξι χρόνια μετά το γεγονός του Φιλ. Μητέρα του ήταν η Αρβά μπιντ Κουρέιζ μπιν Ρεμπία μπιν Χαμπίμπ μπιν Αμπντ-ι Σέμς. Η γιαγιά του ήταν η Μπέιντα, κόρη του Αμπντ-ι Μουτταλίμπ, θεία του Προφήτη Μωάμεθ (σ.α.σ.). Το κουνιέ του ήταν “Αμπού Αμπντουλλάχ”. Τον αποκαλούσαν επίσης “Αμπού Αμρ” και “Αμπού Λέιλα” (Ιμπνουλ-Χατζέρ ελ-Ασκαλάνι, ελ-Ισάμπε φι Τεμγίς-ς-Σαχάμπε, Βαγδάτη τ.υ., ΙΙ, 462; Ιμπνουλ Εσίρ, Ουσδούλ-Γάμπε, ΙΙΙ, 584-585; Τζελαλεντίν Σουγιούτι, Τάριχουλ-Χουλεφά, Βηρυτός 1986, 165).
Όταν ο Αγγελιοφόρος του Θεού (ειρήνη και ευλογία σε αυτόν) έλαβε την αποστολή του, ο Οσμάν (να τον ευλογεί ο Θεός) ήταν περίπου τριάντα τεσσάρων ετών. Ήταν από τους πρώτους που πίστεψαν. Ο Αμπού Μπακρ (να τον ευλογεί ο Θεός) κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να καλέσει στην Ισλαμική πίστη όσους εμπιστευόταν. Χάρη στις προσπάθειές του, οι Αμπντουρραχμάν μπιν Αβφ, Σα’ντ μπιν Αμπί Βακκάς, Ζουμπέιρ μπιν Αββάμ, Ταλχά μπιν Ουμπεϊντουλλάχ και Οσμάν μπιν Αφφάν ασπάστηκαν το Ισλάμ. Ο Οσμάν ήταν στενός φίλος του Αμπού Μπακρ και κατά την περίοδο της ειδωλολατρίας (Σιρέτου Ιμπν Ισχάκ, Κωνσταντινούπολη 1981, 121; Ουσντ’ου-Γκάμπε, το ίδιο μέρος; Ασκαλάνι, το ίδιο μέρος).
Όταν ο Οσμάν (ρ.α.) ασπάστηκε το Ισλάμ, ο θείος του, Χακέμ μπιν Αμπίλ-Άς, τον έδεσε σφιχτά και τον φυλάκισε, λέγοντας ότι δεν θα τον απελευθέρωνε ποτέ αν δεν επέστρεφε στην παλιά του θρησκεία. Όταν ο Οσμάν (ρ.α.) δήλωσε ότι δεν θα εγκατέλειπε ποτέ την πίστη του, ο θείος του, βλέποντας την αμετακίνητη στάση του, τον απελευθέρωσε (Σουγιούτι, 168). Στη συνέχεια, παντρεύτηκε τη Ρουκαγιά, κόρη του Προφήτη (σ.α.σ.). Ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν ότι αυτός ο γάμος έγινε πριν από την ανάθεση της προφητείας στον Προφήτη (Σουγιούτι, ό.π., 165).
Όταν η πίεση και τα βασανιστήρια που ασκούσαν οι ειδωλολάτρες της Μέκκας στους πιστούς εντάθηκαν και έγιναν ανυπόφορα, ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) συμβούλευσε τους συντρόφους του να μεταναστεύσουν στην Αβησσυνία. Οι πηγές συμφωνούν ότι ο Οσμάν ήταν ανάμεσα στους πρώτους που μετανάστευσαν στην Αβησσυνία. Ο Ιμπν Χατζάρ, επικαλούμενος πολλούς συντρόφους, αναφέρει ότι ο Οσμάν ήταν ο πρώτος που μετανάστευσε στην Αβησσυνία με τη σύζυγό του Ρουκαγιά (Ιμπν Χατζάρ, ο.π.). Όταν έφτασε στην Αβησσυνία μια ψευδής είδηση ότι οι μετανάστες είχαν ασπαστεί το Ισλάμ, ορισμένοι από αυτούς επέστρεψαν στη Μέκκα. Ο Οσμάν ήταν ανάμεσα σε αυτούς που επέστρεψαν. Ωστόσο, όταν διαπίστωσαν ότι η είδηση ήταν ψευδής, ξεκίνησαν ξανά για την Αβησσυνία. Πριν φύγει, ο Οσμάν είπε στον Αγγελιοφόρο του Θεού (σ.α.σ.): «Ω Αγγελιοφόρε του Θεού! Έχουμε ήδη μεταναστεύσει μία φορά. Αυτή είναι η δεύτερη μετανάστευσή μας στον Νεγασί. Αλλά εσύ δεν είσαι μαζί μας». Ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) του απάντησε: «Εσείς είστε αυτοί που μετανάστευσαν προς τον Θεό και προς εμένα. Και οι δύο μετανάστευσεις είναι δικές σας». Τότε εκείνος είπε: «Αυτό μας αρκεί, ω Αγγελιοφόρε του Θεού» (Ιμπν Σα’ντ, Ταμπακατ αλ-Κούμπρα, Βηρυτός, τ.υ., Ι, 207).
Ο Οσμάν (ρ.α.), αφού παρέμεινε για ένα διάστημα στην Αβησσυνία, όπου είχε μεταναστεύσει για δεύτερη φορά, επέστρεψε στη Μέκκα. Όταν ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) έλαβε εντολή να μεταναστεύσει στη Μεδίνα, ο Οσμάν μετανάστευσε μαζί με τους άλλους μουσουλμάνους. Όταν έφτασε στη Μεδίνα, φιλοξενήθηκε από τον Αβς μπιν Σαμπίτ, αδελφό του Χασσάν μπιν Σαμπίτ. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Χασσάν τον αγαπούσε πολύ (Ιμπν αλ-Αθίρ, Ουσντ αλ-Γαμπέ, 585; Ιμπν Σα’ντ, ό.π., 55-56).
Αγόρασε το πηγάδι Ρουμέ, που ανήκε σε έναν Εβραίο, με είκοσι χιλιάδες δίρχαμ και το έθεσε στη διάθεση όλων των μουσουλμάνων. Η σημασία αυτού του πηγαδιού για τους μουσουλμάνους γίνεται κατανοητή από τα λόγια του Αγγελιοφόρου του Θεού (ειρήνη και ευλογία σε αυτόν): “Σε όποιον ανοίξει το πηγάδι Ρουμέ, υπάρχει Παράδεισος” (Μπουχάρι, Φεζάιλ αλ-Ασχάμπ, 47).
Ο Οσμάν, επειδή η σύζυγός του Ρουκαγιά ήταν βαριά άρρωστη, με άδεια του Αγγελιοφόρου του Θεού (σ.α.σ.), δεν συμμετείχε στη μάχη του Μπαντρ. Η Ρουκαγιά πέθανε ενώ ο στρατός βρισκόταν στο Μπαντρ και θάφτηκε την ημέρα που έφτασε στη Μεδίνα η είδηση της νίκης των μουσουλμάνων. Παρόλο που δεν βρισκόταν σωματικά στο Μπαντρ, ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) τον θεώρησε έναν από τους συμμετέχοντες στη μάχη του Μπαντρ και του έδωσε μερίδιο από τα λάφυρα (Üsdül-Gâbe, III, 586; Suyutî, age, 165; H.İ.Hasan, Tarihu’l-İslâm, I, 256).
Ο Οσμάν συμμετείχε σε όλες τις μάχες εναντίον των ειδωλολατρών και των εχθρών του Ισλάμ, εκτός από τη μάχη του Μπαντρ.
Μετά το θάνατο της Ρουκαγιάς, ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) πάντρεψε τον Οσμάν με την άλλη κόρη του, την Ουμμουλγιουσούμ. Όταν η Ουμμουλγιουσούμ πέθανε το ένατο έτος της Εγίρας, ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) είπε: «Αν είχα σαράντα κόρες, θα τις πάντρευα όλες με τον Οσμάν, μία μετά την άλλη, μέχρι να μην μείνει καμία». Και πάλι είπε στον Οσμάν: «Αν είχα και τρίτη κόρη, σίγουρα θα την πάντρευα μαζί σου» (Ουσδούλ-Γαμπέ, ίδιος τόπος). Επειδή παντρεύτηκε δύο κόρες του Αγγελιοφόρου του Θεού (σ.α.σ.), ονομάστηκε «Ζι’ν-Νουρεΐν», δηλαδή «Κάτοχος των Δύο Φώτων». Στις εκστρατείες Ζατούρ-Ρικά και Γαταφάν, ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) τον άφησε αντιπρόσωπό του στη Μεδίνα (Σουγιούτι, ό.π., 165).
Ο Αμπντουλλάχ, γιος του Οσμάν και της Ρουκαγιάς, που γεννήθηκε κατά τη μετανάστευση του Οσμάν στην Αβησσυνία, αρρώστησε και πέθανε το τέταρτο έτος της μετανάστευσης στη Μεδίνα, αφού ένας κόκορας του χτύπησε το πρόσωπο και τα μάτια. Ο Αμπντουλλάχ ήταν έξι ετών όταν πέθανε (Ιμπν Σα’ντ, ό.π., ΙΙΙ, 53, 54).
Στο έκτο έτος της Εγίρας, όταν οι μουσουλμάνοι κινήθηκαν προς τη Μέκκα για να τελέσουν την Ούμρα, ο Οσμάν ήταν ανάμεσά τους. Ωστόσο, η ειδωλολατρική διοίκηση της Μέκκας είχε αποφασίσει να μην επιτρέψει την είσοδο των μουσουλμάνων στην πόλη. Σε απάντηση, ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.), ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στη Χουδαιβία, επιθυμούσε να διαπραγματευτεί με τους ειδωλολάτρες, εξηγώντας τους ότι ο σκοπός τους ήταν αποκλειστικά η τέλεση της Ούμρας. Ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.) ήθελε να αναθέσει αυτή την αποστολή στον Ομάρ, αλλά ο Ομάρ, επικαλούμενος διάφορους λόγους, πρότεινε τον Οσμάν ως καταλληλότερο. Έτσι, ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.) ανέθεσε την αποστολή στον Οσμάν. Προηγουμένως, οι Μεκκαίοι είχαν επιχειρήσει να σκοτώσουν τον Χιράς μπιν Ουμέγια αλ-Καμπί, ο οποίος είχε σταλεί ως απεσταλμένος (Ιμπν Σα’ντ, ό.π., ΙΙ, 96). Η επιθετική συμπεριφορά των ειδωλολατρών καθιστούσε μια τέτοια αποστολή επικίνδυνη. Ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.) είπε στον Οσμάν (ρ.α.): “Πήγαινε και πες στους Κουρεϊσίτες ότι δεν ήρθαμε εδώ για να πολεμήσουμε κανέναν. Ήρθαμε μόνο για να επισκεφθούμε το Ιερό Οίκο και να σεβαστούμε την ιερότητά του, και θα σφάξουμε τα θυσιαζόμενα ζώα που φέραμε και θα επιστρέψουμε”. Ο Οσμάν (ρ.α.) πήγε στη Μέκκα και ενημέρωσε τους ειδωλολάτρες. Ωστόσο, αυτοί απάντησαν: “Αυτό είναι αδύνατον. Δεν θα μπείτε στη Μέκκα”. Η απάντησή τους έφτασε στο στρατόπεδο των μουσουλμάνων με τη μορφή φήμης ότι ο Οσμάν (ρ.α.) είχε σκοτωθεί. Η καθυστέρηση της επιστροφής του ενίσχυε αυτή τη φήμη. Σε απάντηση, ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.) κάλεσε όλους τους μουσουλμάνους που ήταν μαζί του να δώσουν όρκο πίστης, έτοιμοι να πολεμήσουν τους ειδωλολάτρες μέχρι θανάτου. Σε αυτόν τον όρκο πίστης, γνωστό ως Μπαϊάτουρ-Ριντβάν, ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.) έβαλε το αριστερό του χέρι πάνω στο δεξί του και είπε: “Ο Οσμάν πήγε για το έργο του Αλλάχ και του Αγγελιοφόρου Του” και έδωσε όρκο πίστης και εκ μέρους του. Οι ειδωλολάτρες, φοβούμενοι αυτή την κατάσταση, προτίμησαν να συνάψουν συμφωνία (Ιμπν Σα’ντ, ΙΙ, 96, 97).
Ο Οθμάν, εν τω μεταξύ, είχε συναντηθεί με τους αδύναμους μουσουλμάνους στη Μέκκα και τους είχε παρηγορήσει με την επικείμενη κατάκτηση του Ισλάμ (Ασίμ Κιοκσάλ, Ιστορία του Ισλάμ, VI, 177).
Οι ειδωλολάτρες είχαν πει στον Οσμάν (ρα) ότι μπορούσε να κάνει ταουάφ (περιφορά) γύρω από την Κάαμπα αν ήθελε, αλλά εκείνος απάντησε ότι δεν θα το έκανε αν δεν το έκανε πρώτα ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σας). Όταν οι σύντροφοι που βρίσκονταν στη Χουδαιμπία είπαν στον Αγγελιοφόρο του Αλλάχ (σας): «Ο Οσμάν έφτασε στην Κάαμπα και την περιέφερε· πόσο τυχερός είναι!», ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σας) απάντησε: «Ο Οσμάν δεν θα την περιέφερει αν δεν την περιφέρουμε εμείς» (από τον Βακιντί, Α. Κόκσαλ, ό.π., 178-179).
Ο Οσμάν, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της Μεδίνας, προσπαθούσε να βρίσκεται διαρκώς δίπλα στον Αγγελιοφόρο του Θεού (σ.α.ς.). Ως ένας από τους πλουσιότερους συντρόφους, μπόρεσε να προσφέρει υλική βοήθεια στο Ισλάμ και στους μουσουλμάνους περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη η εξαιρετική γενναιοδωρία του στην εξοπλισμό των στρατευμάτων που εκστράτευαν εναντίον των απίστων. Οι ιστορικοί αναφέρουν με έπαινο τη συμβολή του στην εξοπλισμό του στρατού που επρόκειτο να συμμετάσχει στην εκστρατεία του Τεμπούκ, γνωστή ως Τζέις-ουλ-Ούσρα. Εξόπλισε μόνος του περίπου το ένα τρίτο του στρατού. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο αριθμός των στρατιωτών ήταν τριάντα χιλιάδες, γίνεται εύκολα αντιληπτό το μέγεθος της δωρεάς του. Η βοήθειά του περιελάμβανε: εννιακόσια πενήντα καμήλες και εκατό άλογα με τον απαραίτητο εξοπλισμό, καθώς και δέκα χιλιάδες δηνάρια σε μετρητά (Α. Κόκσαλ, ΙΧ, 162). Ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.ς.), ευχαριστημένος από αυτή τη συμπεριφορά του, προσευχήθηκε λέγοντας: «Ω Θεέ μου! Είμαι ευχαριστημένος από τον Οσμάν. Να είσαι και εσύ ευχαριστημένος» (Ιμπν Χισάμ, Σίρα, IV, 161) και πρόσθεσε: «Από εδώ και πέρα, ο Οσμάν δεν φέρει καμία ευθύνη για τις πράξεις του» (Σουγιούτι, ό.π., 169).
Ο Οσμάν (ρ.α.) βρισκόταν δίπλα στον Αγγελιοφόρο του Θεού (σ.α.σ.) και κατά τη διάρκεια του Χατζ του Αποχαιρετισμού. Ο Αγγελιοφόρος του Θεού (σ.α.σ.) ζήτησε τη βοήθεια του Οσμάν (ρ.α.) σε πολλά ζητήματα που αφορούσαν τους μουσουλμάνους (Χ.Ι.Χασάν, ό.π., Ι, 256).
Όταν ο Αμπού Μπακρ (ρ.α.) εξελέγη χαλίφης, ο Οσμάν (ρ.α.) του ορκίστηκε πίστη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της χαλιφάτης του, ο Αμπού Μπακρ (ρ.α.) συμβουλευόταν τον Οσμάν (ρ.α.) για τη διαχείριση των υποθέσεων της κοινότητας. Ο Οσμάν (ρ.α.) ήταν αυτός που έγραψε το έγγραφο που υπαγόρευσε ο Αμπού Μπακρ (ρ.α.) πριν από το θάνατό του, σχετικά με το διορισμό του Ομάρ (ρ.α.) ως χαλίφη. Ο Αμπού Μπακρ (ρ.α.) αφού διάβασε ξανά όσα είχε γράψει ο Οσμάν (ρ.α.), τα σφράγισε. Ο Οσμάν (ρ.α.), συνοδευόμενος από τον Ομάρ (ρ.α.) και τον Ουσειντ Ιμπν Σαΐντ ελ-Κουραζί, βγήκε έξω και ρώτησε τους παρευρισκόμενους: “Ορκίζεστε πίστη σε αυτόν του οποίου το όνομα αναγράφεται σε αυτό το έγγραφο;” Εκείνοι απάντησαν “ναι” και το αποδέχτηκαν (Ιμπν Σαδ, τόμος ΙΙΙ, σελ. 200).
Χαλιφάτο
Ο Χαλίφης Ομάρ (ρα), τραυματισμένος, συγκρότησε ένα συμβούλιο έξι ατόμων για να ορίσει τον διάδοχό του. Αυτοί ήταν ο Αλί, ο Οσμάν, ο Σα’ντ ιμπν Αμπί Βακκάς, ο Αμπντουρραχμάν ιμπν Αβφ, ο Ζουμπέιρ ιμπν Αββάμ και ο Ταλχά ιμπν Ουμπεϊντουλλάχ (ρ.ανχ). Μετά από διαβουλεύσεις, τέσσερις από τα μέλη του συμβουλίου παραιτήθηκαν, και οι συζητήσεις συνεχίστηκαν μεταξύ του Οσμάν και του Αλί. Ο πρόεδρος του συμβουλίου, Αμπντουρραχμάν ιμπν Αβφ, αφού έκανε ευρεία δημοσκόπηση, διαπίστωσε ότι οι μουσουλμάνοι συμφωνούσαν στην εκλογή ενός από αυτούς τους δύο ως χαλίφη. Κάλεσε τον Αλί (ρα) και τον ρώτησε αν θα ενεργούσε σύμφωνα με το Κοράνι, τη Σούννα του Προφήτη και τις πρακτικές του Αμπού Μπακρ και του Ομάρ. Εκείνος απάντησε ότι θα ακολουθούσε πιστά το Κοράνι και τη Σούννα του Προφήτη, αλλά θα ενεργούσε σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία σε άλλα θέματα. Όταν έθεσε την ίδια ερώτηση στον Οσμάν (ρα), εκείνος το αποδέχθηκε. Στη συνέχεια, ο Αμπντουρραχμάν ιμπν Αβφ ανακοίνωσε την εκλογή του Οσμάν (ρα) ως χαλίφη και του έδωσε όρκο πίστης (Σουγιούτι, ό.π., 171, 172; Ιμπν Χατζάρ, ό.π., 463; Χ.Ι.Χασάν, ό.π., Ι, 258, 261). Ο Αλί (ρα) ήταν ο δεύτερος που έδωσε όρκο πίστης στον Οσμάν (ρα). Ακολούθησαν όλοι οι μουσουλμάνοι (Ιμπν Σα’ντ, ό.π., ΙΙΙ, 62). Η ανάληψη της χαλιφάτης από τον Οσμάν (ρα) έγινε στα τέλη του μήνα Ζιλχίτζα του έτους 23 της Εγίρας.
Όταν ο Οσμάν (ρα) ανέλαβε τη διοίκηση του κράτους, οι ισλαμικές κατακτήσεις προχωρούσαν με ταχύ ρυθμό. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Ομάρ (ρα), η Συρία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και το Ιράν είχαν ενσωματωθεί στα ισλαμικά εδάφη. Η ισχυρή διοίκηση του Ομάρ (ρα) είχε εξασφαλίσει την σταθερή εγκαθίδρυση της εξουσίας και της τάξης στις κατακτημένες περιοχές.
Ο Οθμάν (ρα) προσπάθησε να συνεχίσει με την ίδια ταχύτητα την εξάπλωση του Ισλάμ. Κατέκτησε την Αρμενία, τη Βόρεια Αφρική και την Κύπρο, και κατέστειλε τις εξεγέρσεις στο Ιράν, αποκαθιστώντας την επιρροή της κεντρικής κυβέρνησης.
Όταν ο Οσμάν (ρα) ανέλαβε το χαλιφάτο, προχώρησε σταδιακά σε ορισμένες αλλαγές στις διοικητικές δομές. Ωστόσο, υπακούοντας στη διαθήκη του Ομάρ (ρα), άφησε τους διοικητές του στη θέση τους για ένα χρόνο. Πρώτα απέλυσε τον κυβερνήτη της Κούφας, Μουγίρα μπιν Σου’μπα, και τον αντικατέστησε με τον Σα’ντ μπιν Αμπί Βακκάς. Ο Σα’ντ ήταν ο πρώτος κυβερνήτης που διόρισε ο Οσμάν (ρα) μετά την ανάληψη της εξουσίας (Ιμπν αλ-Ασίρ, αλ-Καμίλ φι’τ-Ταρίχ, Βηρυτός 1979, ΙΙΙ, 79).
Η απομάκρυνση του Αμρ ιμπν αλ-Ας, αγαπητού προσώπου στους Αιγυπτίους, από τη διοίκηση της Αιγύπτου και η αντικατάστασή του από τον Αμπντουλλάχ ιμπν Σα’δ ιμπν Αμπί Σαρχ προκάλεσε αναταραχές. Οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας έστειλαν επιστολή στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο ζητώντας του να τους σώσει από τους μουσουλμάνους. Επιπλέον, ανέφεραν ότι οι μουσουλμάνοι δεν διέθεταν αρκετό στρατό για να αντισταθούν. Σε απάντηση, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας έστειλε μια μεγάλη στρατιά υπό τη διοίκηση του Μανουήλ στην Αλεξάνδρεια, καταλαμβάνοντάς την. Ο κοπτικός πληθυσμός, φοβούμενος τους Βυζαντινούς, ζήτησε από τον Οθμάν να επέμβει, ο οποίος έστειλε πίσω τον Αμρ ιμπν αλ-Ας στην Αίγυπτο. Ο Αμρ, σε μια μάχη, σκότωσε τον Μανουήλ, προκαλώντας μεγάλη ήττα στον εχθρό και κατεδαφίζοντας τα τείχη που περιέβαλλαν την πόλη της Αλεξάνδρειας (25 Εγίρας) (Ιμπν αλ-Αθίρ, ό.π., III, 81; Χ.Ι.Χασάν, ό.π., Ι, 264). Την ίδια χρονιά, ο Σα’δ ιμπν Αμπί Βακκάς οργάνωσε εκστρατεία εναντίον του Ρέι, που είχε παραβιάσει τις συμφωνίες, και επιτέθηκε επίσης στους Δειλαμίτες.
Όταν ο Σα’δ μπιν Αμπί Βακκάς δυσκολεύτηκε να αποπληρώσει το δάνειο που είχε πάρει από το Μπαϊτούλ-Μαλ, ο Οσμάν (ρα) τον απέλυσε και διόρισε στη θέση του τον ετεροθαλή αδελφό του, Ουαλίντ μπιν Ούκμπα, ως κυβερνήτη της Κούφας (Ιμπνουλ-Φσιρ, τόμος ΙΙΙ, σελ. 82). Ο Ουαλίντ υπηρέτησε ως κυβερνήτης της Κούφας για πέντε χρόνια. Μια μέρα, ο Ουαλίντ, όντας μεθυσμένος, τέλεσε την προσευχή των τεσσάρων ρακα’άτ. Όταν του το υπενθύμισαν, είπε: “Το κάνω για χάρη σας”. Όταν ο Χαζράτ Οσμάν το έμαθε, του επέβαλε ποινή και ζήτησε από τον Χαζράτ Αλί να την εκτελέσει. Ο Χαζράτ Αλί διέταξε τον Αμπντουλλάχ μπιν Τζαφάρ να τον μαστιγώσει. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Χαζράτ Οσμάν τον απέλυσε και διόρισε στη θέση του τον Σα’ίντ μπιν ελ-Ας μπιν Ουμέγια (Ιμπνουλ-Εσίρ, τόμος ΙΙΙ, σελ. 107). Ο Σουγιούτι αναφέρει ότι ο Χαζράτ Οσμάν επικρίθηκε για το γεγονός ότι αρχικά διόρισε τον Ουαλίντ στη θέση του Σα’δ (Σουγιούτι, σελ. 172).
Όταν ο Ουαλίντ έγινε κυβερνήτης της Κούφας, απέλυσε τον Ούτμπα μπιν Φερκάτ, τον διοικητή του Αζερμπαϊτζάν. Σε απάντηση, ο λαός του Αζερμπαϊτζάν εξεγέρθηκε. Ο Ουαλίντ, αφού κατέστειλε την εξέγερση στο Αζερμπαϊτζάν, στράφηκε προς την Αρμενία (Τιφλίδα) και, αφού σύναψε συμφωνίες, επέστρεψε με λάφυρα (25 Εγίρας).
Εν τω μεταξύ, η σύγκρουση με τους Βυζαντινούς συνεχιζόταν. Ο Μωαβίας οργάνωνε επιδρομές στις περιοχές της Αττάλειας και της Ταρσού. Από την άλλη πλευρά, ο Οθμάν (ρ.α.), στέλνοντας εντολές στον Αμρ ιμπν αλ-Ας για την κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής, έδινε εντολή στον κυβερνήτη του Σιγιστάν, Αμπντουλλάχ ιμπν Αμρ, να προελάσει προς την Καμπούλ (Ιμπν αλ-Ασίρ, ό.π., ΙΙΙ, 87). Το έτος 26 της Εγίρας, γίνονται εργασίες επέκτασης του Μεσγίντ αλ-Χαράμ. Αγοράστηκαν οικόπεδα γύρω από το Μεσγίντ αλ-Χαράμ, με αποτέλεσμα να αποκτηθεί μια ευρεία έκταση.
Ο Οθμάν (ρ.α.), το έτος 27 της Εγίρας, απέλυσε τον Άμρ ιμπν αλ-Ας από τη θέση του κυβερνήτη της Αιγύπτου και τον αντικατέστησε με τον Αμπντουλλάχ ιμπν Σα’δ ιμπν Αμπί Σαρχ. Σκοπός του ήταν η ολοκλήρωση της κατάκτησης της Βόρειας Αφρικής. Γι’ αυτό, ο Οθμάν (ρ.α.), αφού συμβουλεύτηκε τους επιφανείς συντρόφους του, του έδωσε άδεια και του έστειλε ενισχύσεις, μια στρατιά στην οποία συμμετείχαν πολλοί σύντροφοι (Χ.Ι. Χασάν, ό.π., Ι, 265). Οι δυνάμεις υπό την ηγεσία των Αμπντουλλάχ ιμπν Ναφί ιμπν Αμπντουλκάις και Αμπντουλλάχ ιμπν Ναφί ιμπν Χουσαΐν, ενωμένες με τον Ιμπν Αμπί Σαρχ, κινήθηκαν από την Αίγυπτο προς τα δυτικά. Ο ηγεμόνας της περιοχής από την Τρίπολη ως την Ταγγέρη και κυβερνήτης του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μόλις έλαβε την είδηση της προέλασης του ισλαμικού στρατού στα εδάφη του, έλαβε μέτρα, συγκεντρώνοντας έναν στρατό εκατό χιλιάδων ανδρών, εκ των οποίων είκοσι χιλιάδες ιππείς. Σε απόσταση εικοσιτεσσάρων ωρών από την Σουμπαϊτάλα, το κέντρο της βασιλείας, οι δύο στρατοί ήρθαν αντιμέτωποι. Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν απορρίφθηκε η πρόταση του Ιμπν Αμπί Σαρχ για αποδοχή του Ισλάμ ή καταβολή φόρου. Εν τω μεταξύ, η επικοινωνία του στρατού με τη Μεδίνα είχε διακοπεί. Ο Οθμάν έστειλε τον Αμπντουλλάχ ιμπν Ζουμπέιρ με μια στρατιωτική μονάδα στην Αφρική για να αποκαταστήσει την επικοινωνία. Η μάχη, που διήρκεσε μέρες, κατέληξε σε μια μεγάλη νίκη χάρη στην τακτική που πρότεινε ο Αμπντουλλάχ ιμπν Ζουμπέιρ. Η λεία που έπεσε στα χέρια των μουσουλμάνων ήταν τεράστια. Κάθε ιππέας έλαβε τρεις χιλιάδες δηνάρια και κάθε πεζός χίλια δηνάρια (Ιμπν αλ-Αθίρ, ό.π., ΙΙΙ, 88-90; Χ.Ι. Χασάν, ό.π., Ι, 265-266).
Αφού απομακρύνθηκε αυτό το εμπόδιο μπροστά στις ισλαμικές στρατιές, ο Χαλίφης Οσμάν διέταξε αμέσως τους Αμπντουλλάχ μπιν Ναφί μπιν Χουσαΐν και Αμπντουλλάχ μπιν Ναφί μπιν Αμπντουλκαγς να περάσουν το Τζεμπελ-ουτ-Ταρικ και να εισέλθουν στην Ανδαλουσία. Η επιθυμία του Χαλίφη Οσμάν να περάσει ο στρατός στην Ανδαλουσία πήγαζε από την ιδέα να διευκολυνθεί η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης με την πίεση από τα δυτικά. Έλεγε στους διοικητές του: “Η Κωνσταντινούπολη μπορεί να κατακτηθεί μόνο από την Ανδαλουσία. Αν την κατακτήσετε, θα συμμετάσχετε στην αμοιβή εκείνων που κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη” (Ιμπν-ου-Εσίρ, ό.π., ΙΙΙ, 93; Επίσης βλ. Μουχάμμαντ Χαμιντουλλάχ, Φετχ-ου-Ανδαλουσία (Ισπανία) φι Χιλαφέτι Σέγιιντινα Οσμάν σενέ 27 λι’λ-Χιτζρέ, Ι.Υ. Εδ. Φακ. Ισλάμ Τετκικλερί Ενστιτούσύ Ντεργκισί, Κωνσταντινούπολη 1978, VII, 221-225). Έτσι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χαλίφη Οσμάν, ολοκληρώθηκαν οι κατακτήσεις στη Βόρεια Αφρική και τέθηκαν σε εφαρμογή τα σχέδια για την πίεση του Βυζαντίου, της μεγαλύτερης δύναμης απέναντι στο Ισλάμ, από τα δυτικά.
Από την άλλη πλευρά, ο Μωαβίας ιμπν Αμπί Σουφιάν, αφού έλαβε άδεια από τον Οθμάν (ρα), με τον στόλο που είχε συγκροτήσει στις ακτές της Συρίας, βγήκε στη Μεσόγειο και οι μουσουλμάνοι άρχισαν να επιδεικνύουν την παρουσία τους και στη θάλασσα εναντίον των Βυζαντινών. Ο Μωαβίας είχε ζητήσει άδεια για αυτό το εγχείρημα από τον Χαζράτ Ομέρ. Ωστόσο, ο Ομέρ (ρα) δεν είχε δώσει άδεια, επειδή εκείνη τη στιγμή δεν το επέβαλλε το συμφέρον των μουσουλμάνων. Αργότερα, καθώς οι συνθήκες έγιναν ευνοϊκές, ο Χαζράτ Οθμάν πείστηκε για την αναγκαιότητα της κατασκευής του στόλου. Ο Μωαβίας, με τον στόλο του, βγήκε στη θάλασσα και κατέλαβε την Κύπρο. Ο Αμπντουλλάχ ιμπν Σα’δ πήγε να τον βοηθήσει από την Αίγυπτο. Η Κύπρος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ισλαμική κυριαρχία με ετήσιο φόρο επτά χιλιάδων δηνάριων (28 Εγίρας). Αυτό το ποσό ήταν το ίδιο που πλήρωναν στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα (Ιμπν αλ-Αθίρ, ό.π., III, 96).
Ο Οθμάν, απομάκρυνε τον Αμπού Μούσα αλ-Ασάρι από τη θέση του κυβερνήτη της Κούφας και διόρισε στη θέση του τον Αμπντουλλάχ ιμπν Αμίρ αλ-Κουρεΐζ (29 Εγίρας). Ο Αμπντουλλάχ ήταν γιος του θείου του Οθμάν. Ο λόγος της απομάκρυνσης του Αμπού Μούσα ήταν τα παράπονα των κατοίκων της Κούφας εναντίον του, τα οποία και κοινοποίησαν στον Οθμάν (Ιμπν αλ-Αθίρ, ό.π., ΙΙΙ, 99-100).
Ο Οθμάν, διαπιστώνοντας την ανάγκη επέκτασης του Τεμένους του Προφήτη, το ανακαίνισε με διακοσμητικές πέτρες. Έστησε πέτρινους κίονες και κάλυψε την οροφή με ξύλο (ένα είδος δέντρου). Επέκτεινε το μήκος του σε εκατόν εξήντα και το πλάτος του σε εκατόν πενήντα ζιρά (Σουγιούτι, 173).
Στο έτος 30 της Εγίρας, ο Σαΐντ ιμπν αλ-Ας επιτέθηκε στην Ταμπεριστάν. Σε αυτήν την περιοχή, ο Σαΐντ, συμμετέχοντας σε πολλές εκστρατείες, κατέκτησε πολλές πόλεις. Μερικές από αυτές είναι το Χορασάν, το Τους, το Σαράχς, το Μερβ και το Μπεϊχάκ.
Κατά τη διάρκεια αυτού του έτους, ο Οθμάν ξεκίνησε εργασίες σε διάφορες επαρχίες για να επιλύσει τις διαφωνίες που είχαν προκύψει σχετικά με την ανάγνωση του Κορανίου. Το Κοράνιο είχε αρχικά κωδικοποιηθεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αμπού Μπακρ. Στην εργασία αυτή, με επικεφαλής τον Ζαΐντ μπιν Σαμπίτ, το Κοράνιο συγκεντρώθηκε σε ένα βιβλίο. Αυτό το πρώτο αντίγραφο πέρασε από τον Αμπού Μπακρ (ρα) στον Ομάρ (ρα) και μετά το θάνατό του παρέμεινε στα χέρια της Χάφσας (ρ.ανχ).
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στο Αζερμπαϊτζάν, η διαφωνία που προέκυψε στο στρατό σχετικά με την ανάγνωση του Κορανίου ανησύχησε τον αρχηγό του στρατού, Χουζέιφά μπιν Γιαμάν, ο οποίος ζήτησε από τον Χαλίφη να αντιγραφεί ένα αντίγραφο του Κορανίου, το οποίο οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να διαβάζουν με σιγουριά. Το αντίγραφο που βρισκόταν στην κατοχή της Χάφσας (ρ.ανχ) αντιγράφηκε και διανεμήθηκε σε όλες τις επαρχίες. Όλα τα υπόλοιπα αντίγραφα συγκεντρώθηκαν και καταστράφηκαν. Αυτό το γεγονός ανακούφισε σημαντικά τους επιζώντες από τους Σαχάμπ (Ιμπν αλ-Ασίρ, ό.π., III, 111-112; Χ.Ι. Νάσερ, ό.π., Ι, 510-513).
Hz. Osman, Resulullah (sav)’e ait olan ve Hz. Ebû Bekir ve Hz. Ömer’den sonra kendisine geçen mührü Medine’deki Arîs kuyusuna düşürdü. Onu bulana büyük miktarda para vaat etti, ancak tüm aramalara rağmen mühür bulunamayınca Osman (ra) büyük bir üzüntüye kapıldı. Ondan umudunu kesince hemen yeni bir mühür yaptırdı. Şehit edilene kadar parmağında kalan bu mührün kimin eline geçtiği tespit edilememiştir (İbnül-Esir, III, 133). Bu olay halifeliğinin altıncı yılında meydana gelmiştir.
Η διαρκής επέκταση των ισλαμικών κατακτήσεων και ο πλουτισμός των ανθρώπων από τα λάφυρα είχαν αυξήσει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο. Αυτό, φυσικά, είχε οδηγήσει και στην εμφάνιση ορισμένων συμπεριφορών που δεν συνάδουν με το Ισλάμ. Οι σύντροφοι του Προφήτη (σ.α.σ.), που είχαν μεγαλώσει δίπλα του και παρακολουθούσαν με ανησυχία αυτές τις εξελίξεις, εξέφραζαν κατά καιρούς τις ανησυχίες τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Αμπού Ζαρρ αλ-Γκιφάρι (ρ.α.), γνωστός για την ασκητικότητα και την ευσέβειά του, ο οποίος πίστευε ότι οι φτωχοί δεν ωφελούνταν επαρκώς από τα υλικά αγαθά. Στη Δαμασκό, αντιτάχθηκε στις πρακτικές του Μουαβία και επέμεινε να εκφράζει τις απόψεις του, γι’ αυτό και κλήθηκε στη Μεδίνα. Όταν έφτασε στη Μεδίνα, επανέλαβε τις απόψεις του στον Χαλίφη Οθμάν. Στη συνέχεια, ζήτησε άδεια από τον Χαλίφη και εγκαταστάθηκε στη Ρεμπέζα, μια περιοχή κοντά στη Μεδίνα (ό.π., III, 115; βλ. λήμμα Αμπού Ζαρρ αλ-Γκιφάρι).
Μία από τις λαμπρότερες και αποφασιστικότερες νίκες κατά των Βυζαντινών είναι αναμφίβολα η ναυμαχία του Λατούς-Σεβάρι. Ο ισλαμικός στόλος υπό την ηγεσία του Αμπντουλλάχ μπν Σα’δ αντιμετώπισε τον μεγάλο βυζαντινό στόλο υπό την διοίκηση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στα ανοικτά της Αλεξάνδρειας. Οι πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των βυζαντινών πλοίων κυμαίνονται από πεντακόσια έως οκτακόσια. Ο ισλαμικός στόλος διέθετε περίπου διακόσια πλοία. Στη ναυμαχία, οι Βυζαντινοί υπέστησαν συντριπτική ήττα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σικελία (Ιμπν αλ-Αθίρ, ό.π., III, 117-118; Χ.Ι. Χασάν, Ι, 266-267). Μετά από αυτή τη νίκη, το Βυζάντιο έχασε την θαλάσσια κυριαρχία του έναντι των μουσουλμάνων, και δεν υπήρχε πλέον καμία δύναμη που να μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στον ισλαμικό στόλο μέχρι τα νερά της Κωνσταντινούπολης.
Η εμφάνιση της Φίτνας και η Μαρτυρία:
Ο Οθμάν έμεινε δώδεκα χρόνια στο χαλιφάτο. Τα πρώτα έξι χρόνια πέρασαν με ειρήνη και ασφάλεια, και κανείς δεν παραπονέθηκε για τις πρακτικές της διακυβέρνησης. Οι Κουραΐτες τον αγαπούσαν περισσότερο από τον Ομάρ, επειδή ο Ομάρ ήταν αδιάλλακτος και σκληρός στην εφαρμογή του ισλαμικού νόμου εναντίον τους. Ο Οθμάν, όμως, με την εγγενή του ηπιότητα και ανεκτικότητα, επέτρεψε στους ανθρώπους να δρουν ελεύθερα. Αυτή η στάση του επέτρεψε σε ορισμένους κυβερνήτες των επαρχιών να επιδείξουν ανεύθυνες συμπεριφορές. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες καταγγελίες με άμεσες και αποφασιστικές ενέργειες, άνοιξε το δρόμο για τη σταδιακή δημιουργία ενός κλίματος αναταραχής και χάους.
Στην επικράτεια του κράτους, που εκτεινόταν από την Ανδαλουσία μέχρι τα σύνορα της Ινδίας, υπήρχαν κοινότητες με καθεστώς δίμμη, που ανήκαν σε διάφορες θρησκείες και εθνότητες. Αυτές οι κοινότητες, εκμεταλλευόμενες κάθε ευκαιρία, επαναστατούσαν εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, στο οποίο είχαν υποταχθεί. Το εβραϊκό στοιχείο, με τη σειρά του, είχε στοχεύσει στις θεμελιώδεις αρχές του Ισλάμ, επιδιώκοντας να διασπάσει και να καταστρέψει την Ισλαμική Ουμμά. Ορισμένοι Εβραίοι, προσποιούμενοι τους Μουσουλμάνους, υποκινούσαν τις αναταραχές και διέδιδαν τη διχόνοια. Ένας από αυτούς ήταν ο Αμπντουλλάχ Ιμπν Σαμπά, ένας αληθινός κομιτατζής, που προκάλεσε σημαντικές διχαστικές κινήσεις. Ο Ιμπν Σαμπά ήταν Εβραίος από την Υεμένη. Χρησιμοποιώντας τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες των ειλικρινών ανθρώπων, υποκινούσε τον κόσμο εναντίον του Οθμάν. Από τη μια πλευρά, προσπαθούσε να διαδώσει την ιδέα της «επιστροφής του Μωάμεθ» (ric’atı Muhammed), ενώ από την άλλη, ισχυριζόταν ότι το χαλιφάτο ανήκε στον Αλί (ρα) μετά τον Προφήτη και ότι αυτό ήταν μια θεϊκή αλήθεια, θέτοντας έτσι τα θεμέλια για την μετέπειτα εμφάνιση της σιιτικής πίστης. Σύμφωνα με τις ιδέες που διέδιδε, ο Αμπού Μπακρ (ρα), ο Ομάρ (ρα) και ο Οθμάν (ρα) είχαν σφετεριστεί το δικαίωμα του Αλί (ρα). Υποκινούσε τον κόσμο στην Κούφα, τη Βασόρα και τη Δαμασκό, εκμεταλλευόμενος τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες του Αμπού Ζαρρ (ρα). (Ιμπν Εσίρ, Ιστορία, III, 154; Η. Ι. Χασάν, ό.π., Ι, 368-370)
Μετά από κάποιο διάστημα, ο Μωάμεθ μπιν Αμπί Μπεκρ και ο Μωάμεθ μπιν Αμπί Χουζέιφ άρχισαν να επικρίνουν τον Οσμάν για τις διορισμούς που είχε κάνει (Ιμπν αλ-Αθίρ, ό.π., ΙΙΙ, 118).
Η σημαντικότερη κατηγορία εναντίον του Οθμάν ήταν η τοποθέτηση συγγενών του σε κυβερνητικές θέσεις, η γενναιοδωρία του προς αυτούς και η αδυναμία του να ελέγξει τη διαφθορά τους (Σουγιούτι, 174). Όταν ο Αλί (ρ.α.) του εξέφρασε τις ανησυχίες του, ο Οθμάν του απάντησε: «Δεν ξέρεις ότι ο Ομέρ διόρισε τον Μουγίρα ιμπν Σου’μπα κυβερνήτη;» Ο Αλί απάντησε: «Ξέρω». Τότε ο Οθμάν ρώτησε: «Γιατί λοιπόν με κατηγορείς για το διορισμό του λόγω συγγένειας και οικειότητας;» Η απάντηση του Αλί ήταν: «Ο Ομέρ έλεγχε αυστηρά όσους διόριζε κυβερνήτες. Αν έβλεπε τις παραμικρές ατασθαλίες, τους ανακρίνε και τους τιμωρούσε με τον πιο σκληρό τρόπο. Εσύ όμως δεν το κάνεις αυτό» (Ιμπν Ελ-Ασίρ, ό.π., ΙΙΙ, 152).
Κατόπιν τούτου, ο Οσμάν (ρ.α.) διόρισε επιθεωρητές για να ερευνήσουν επί τόπου τις φήμες και τις αιτίες τους σχετικά με τις διοικήσεις στις επαρχίες. Συγκεκριμένα, έστειλε τον Μουχάμμαντ μπιν Μεσλεμέ στην Κούφα, τον Ουσαμέ μπιν Ζέιντ στη Βασόρα, τον Αμπντουλλάχ μπιν Ομέρ στη Δαμασκό και τον Αμμάρ μπιν Γιασίρ στην Αίγυπτο. Εκτός από τον Αμμάρ μπιν Γιασίρ, οι υπόλοιποι επέστρεψαν αφού ολοκλήρωσαν τα καθήκοντά τους. Ο Οσμάν (ρ.α.) κατέβαλε έντονες προσπάθειες για να διορθώσει τις αδικίες και να καταπνίξει τη σπίθα της διαμάχης που άρχισε να αναπτύσσεται και η οποία θα προκαλούσε μεγάλες δυσκολίες για την κοινότητα.
Εξέταζε προσεκτικά τις καταγγελίες που έφταναν, συμβουλευόμενος τους επιφανείς συντρόφους του Προφήτη, κυρίως τον Αλή (ρα). Ωστόσο, η κατάσταση κλιμακώθηκε όταν μια αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο, που είχε έρθει στη Μεδίνα για να καταγγείλει τις παράνομες πράξεις του Αμπντουλλάχ ιμπν Σα’ντ ιμπν Αμπί Σαρχ, υπέστη διώξεις κατά την επιστροφή της και ορισμένα μέλη της δολοφονήθηκαν. Στη συνέχεια, μια ομάδα εξακοσίων Αιγυπτίων έφτασε στη Μεδίνα και κατήγγειλε τις πράξεις του Αμπί Σαρχ στους συντρόφους του Προφήτη στο Μεσκίτ-ι Νεμπί, κατά τις ώρες προσευχής. Ο Ταλχά ιμπν Ουμπεϊντουλλάχ, η Αϊσέ (ρ.α.) και ο Αλή (ρα) πήγαν στον Οσμάν και του ζήτησαν να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα αυτών των ανθρώπων, να απολύσει τον Αμπντουλλάχ ιμπν Σα’ντ ιμπν Αμπί Σαρχ και να τον δικάσει. Τότε ο Οσμάν ρώτησε τους Αιγυπτίους ποιον ήθελαν ως κυβερνήτη. Εκείνοι απάντησαν ότι ήθελαν τον Μουχάμμαντ ιμπν Αμπί Μπακρ. Ο Οσμάν (ρα) διόρισε τον Μουχάμμαντ ιμπν Αμπί Μπακρ κυβερνήτη. Εκείνος, μαζί με τους Αιγυπτίους και μια ομάδα συντρόφων του Προφήτη, αναχώρησε από τη Μεδίνα. Σε απόσταση τριών ημερών από τη Μεδίνα, είδαν έναν άνδρα να τρέχει γρήγορα με την καμήλα του, σαν να τον κυνηγούσαν. Όταν τον έπιασαν και τον ανέκριναν, κατάλαβαν ότι προσπαθούσε να παραδώσει ένα μήνυμα στον Ιμπν Αμπί Σαρχ. Όταν τον ρώτησαν ποιος ήταν, είπε ότι ήταν δούλος του Οσμάν (ρα) και μερικές φορές του Μαρουάν ιμπν Χακίμ. Όταν άνοιξαν το γράμμα που είχε πάνω του, είδαν ότι έγραφε: “Μουχάμμαντ ιμπν Αμπί Μπακρ και ο τάδε και ο τάδε… Όταν φτάσουν σε σένα, σκότωσέ τους” και ότι ήταν σφραγισμένο με τη σφραγίδα του Οσμάν. Αμέσως επέστρεψαν στη Μεδίνα και περικύκλωσαν το σπίτι του Οθμάν. Ο Αλί, παίρνοντας μαζί του τον Μουχάμμαντ ιμπν Μεσλέμε, πήγε στο σπίτι του Οθμάν. Ο Αλί τον ρώτησε ποιος είχε γράψει αυτή την επιστολή, η οποία έφερε τη δική του σφραγίδα. Ο Οθμάν είπε ότι δεν είχε γράψει τέτοια επιστολή και ότι δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτήν. Ο Μουχάμμαντ επιβεβαίωσε τον Οθμάν και είπε ότι ο Μερβάν ήταν αυτός που είχε οργανώσει όλο αυτό. Όταν εξέτασαν το κείμενο, κατάλαβαν ότι ανήκε στον Μερβάν ιμπν Χακέμ. Τότε ζήτησαν να τους παραδοθεί ο Μερβάν, ο οποίος βρισκόταν στο σπίτι του Οθμάν. Ο Οθμάν αρνήθηκε, γιατί φοβόταν ότι θα τον σκότωναν.
Οι εξεγερμένοι που είχαν περικυκλώσει το σπίτι του δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις για διάλογο, ούτε και στις παρακλήσεις του Οσμάν (ρα) να κατευνάσει την αναταραχή και να αποκαταστήσει τις αδικίες. Είχαν μάλιστα διακόψει και την υδροδότηση. Εκείνοι του έλεγαν:
«Δεν θα εγκαταλείψουμε αυτή την υπόθεση, παρά μόνο αν σε απομακρύνουν από το χαλιφάτο ή σε σκοτώσουν, ή αν πεθάνουμε εμείς οι ίδιοι σε αυτόν τον δρόμο. Αν εκείνοι που σε υποστηρίζουν προσπαθήσουν να μας εμποδίσουν, θα πολεμήσουμε μαζί τους». Ο Οσμάν τους διαβεβαίωσε ότι ποτέ δεν θα εγκατέλειπε το χαλιφάτο, το οποίο ο Θεός του είχε αναθέσει, και ότι ο θάνατος ήταν πιο ευχάριστος γι’ αυτόν από αυτό, προσθέτοντας ότι δεν είχε δώσει εντολή σε κανέναν να τον υπερασπιστεί (Ιμπν αλ-Αθίρ, ό.π., ΙΙΙ, 169-170). Απέρριπτε τις προτάσεις των συντρόφων να εκδιώξουν τους στασιαστές από την πόλη, ζητώντας τους να δώσουν σαφή υπόσχεση ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν όπλα.
Μια μέρα, αντιμετωπίζοντας τους εξεγερμένους που τον είχαν περικυκλώσει, ρώτησε: «Είναι ο Αλί εδώ; Είναι ο Σα’ντ εδώ;» Αφού έλαβε αρνητική απάντηση, σώπασε για λίγο και είπε: «Δεν υπάρχει κανείς να φροντίσει για το νερό μου και να το αναφέρει στον Αλί;» Όταν το μήνυμα έφτασε στον Αλί (ρα), αμέσως του έστειλε τρεις κανάτες νερό. Όταν ο Αλί (ρα) έμαθε ότι οι εξεγερμένοι ήθελαν να σκοτώσουν τον Οσμάν (ρα), για να αποτρέψει κάτι τέτοιο, είπε στους δύο γιους του, Χασάν και Χουσεΐν, να πάρουν τα σπαθιά τους, να πάνε και να περιμένουν στην πόρτα του Οσμάν και να μην αφήσουν κανέναν να μπει. Ο Αμπντουλλάχ Ιμπν Ζουμπέιρ εντάχθηκε σε αυτούς, και άλλοι σύντροφοι έστειλαν και τα παιδιά τους εκεί. Η κατάσταση είχε γίνει πολύ κρίσιμη. Ο Οσμάν (ρα) ούτε αποδεχόταν τις άδικες απαιτήσεις των εξεγερμένων, ούτε απαντούσε θετικά στις προτάσεις που έρχονταν από τη Μεδίνα και άλλες περιοχές για να εκδιώξουν τους εξεγερμένους από τη Μεδίνα με πόλεμο. Έπραττε έτσι επειδή φοβόταν να χύσει αίμα στην πόλη του Προφήτη και να είναι ο πρώτος που θα προκαλούσε αναταραχή. Από την Αΐσα (ρα) αναφέρεται ότι ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σας) είπε:
«Ω Οσμάν! Ίσως ο Αλλάχ να σου φορέσει ένα χιτώνιο, και οι υποκριτές να σου ζητήσουν να το βγάλεις, αλλά εσύ μην το βγάλεις μέχρι να με συναντήσεις». Ο Οσμάν προσπαθούσε να υπακούει σε όσα του είχε πει ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.) για αυτές τις μέρες. Έλεγε: «Εγώ υπομένω σε ό,τι ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ (σ.α.σ.) μου είχε υποσχεθεί» (Üsdül-Ğâbe, II, 589; Suyûtî, 170; İbnü’l-Esîr, III, 175).
Καθώς συνειδητοποίησε ότι οι στασιαστές ήταν αποφασισμένοι να τον σκοτώσουν, τους υπενθύμιζε συνεχώς ότι το αίμα ενός μουσουλμάνου επιτρέπεται να χυθεί μόνο σε περιπτώσεις μοιχείας, εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας και αποστασίας, και ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για κανένα από αυτά τα εγκλήματα, προκειμένου να τους αποτρέψει από το να διαπράξουν τέτοια πράξη και να γίνουν δολοφόνοι.
Με χαιρετισμούς και ευχές…
Ισλάμ μέσα από ερωτήσεις